πρεγνένιο

πρεγνένιο
το, Ν
(βιοχ.) ανθρακούχα μονοακόρεστη ή πολυακόρεστη ένωση που λαμβάνεται από το πρεγνάνιο και ανευρίσκεται στη δομή πολλών κορτικοεπινεφριδιακών ορμονών, όπως λ.χ. στην αλδοστερόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”